-
1 качество
-а ουδ.1. ποιότητα•бороться за качество продукции αγωνίζομαι για ποιότητα της παραγωγής•
ткани высокого -а υφάσματα πολύ καλής ποιότητας.
2. (φιλοσ.) ποιοτική αλλαγή•переход от количества в качество το πέρασμα απο την ποσότητα στην ποιότητα.
εκφρ.в -е кого-чего – με την ιδιότητα του..., ως, σαν. -
2 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
3 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
4 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
5 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
6 переход
переходм1. (действие) прям., трен. τό πέρασμα:\переход через реку ὁ διάπλους ποταμοῦ· \переход количества в качество τό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:крытый \переход ἡ στοά·3. воен. ἡ πορεία:дневной \переход ἡ πορεία μιᾶς ήμέρας. -
7 отвечать
ρ.δ.1. βλ. ответить.2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•
отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•
дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.
3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•
отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•
отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.
-
8 улучшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улучшенный, βρ: член, -а, -оρ.σ.μ. καλυτερεύω, βελτιώνω•улучшить работу καλυτερεύω την εργασία•
улучшить здоровье καλυτερεύω την υγεία-улучшить качество продукции καλυτερεύω την ποιότητα της παραγωγής.
καλυτερεύω, βελτιώνομαι•погода -лась ο καιρός καλυτέρευσε•
положение -лось η κατάσταση βελτιώθηκε.
-
9 добротность
1. (хорошее качество) η καλή ποιότητα* - изображения - της εικόνας 2. эл. о συντελεστής ποιότητας του κυκλώματος, внешняя - εξωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добротность
-
10 количество
коли́честв||ос ἡ ποσότητα [-ης], τό ποσόν / ὁ ἀριθμός (число):переход \количествоа в качество филос. τό πέρασμα (или ἡ μετατροπή) τής ποσότητος σέ ποιότητα· большое \количество народа μεγάλο πλήθος.